- εργοποιία
- ἐργοποιία, ἡ (Α)1. μέθοδος, τρόπος, σύστημα2. δημιουργία, κατασκευή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐργοποιίας — ἐργοποιίᾱς , ἐργοποιία method fem acc pl ἐργοποιίᾱς , ἐργοποιία method fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)